Replace

Wednesday 9 March 2016

SNEAK PEEK: "ΑΜΥ" ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ, ΜΕΡΟΣ Β'




Τα δύο κορίτσια περπατούσαν αμέριμνες βυθίζοντας τις πατούσες τους στην ζεστή άμμο. Στα χέρια κρατούσαν τα σανδάλια τους και ένα ανάλαφρο αεράκι τους χάιδευε απαλά τα μεταξένια τους μαλλιά. Και οι δύο φορούσαν ένα αέρινο φόρεμα που καθώς ανέμιζε τις έκανε να μοιάζουν με βασίλισσες του παραμυθιού. Για πρώτη φορά στην ζωή τους ήταν και οι δυο ντυμένες στα λευκά, δίνοντας την μαγική εντύπωση σε όσους τις έβλεπαν, πως το νησί των ιπποτών ίσως και να γεννάει ακόμα πριγκίπισσες. Γύρω τους υπήρχαν παιδάκια που έτρεχαν χαρούμενα δεξιά και αριστερά, άλλα καθόντουσαν κάτω και έχτιζαν κάστρα προσπαθώντας να μιμηθούν αυτά που έβλεπαν στον ορίζοντα, ενώ κάποια άλλα κολυμπούσαν ξένοιαστα στα ρηχά. Φωνές από τους γονείς που τους φώναζαν να μην απομακρυνθούν άλλο ή να βγουν έξω για να στεγνώσουν δημιουργούσε ένα κλίμα που ενώ κάτω από άλλες συνθήκες τα δύο κορίτσια θα το είχαν βαρεθεί, τώρα τους φαινόταν τόσο γνώριμο και ευχάριστο. Ωστόσο απομακρύνθηκαν από τον κόσμο και έκατσαν λίγο να απολαύσουν τον ήλιο πάνω σε ένα μικρό βράχο μόνες τους. Το μόνο που έσπαγε ενίοτε την ησυχία ήταν η φωνή ενός πεινασμένου γλάρου που έσχιζε με ορμή τον αέρα ψάχνοντας για τροφή.
-Και εσένα σου έλειψε έτσι δεν είναι;
Η Μελίνα ρώτησε αγναντεύοντας τον ορίζοντα και κάποιες στιγμές έκλεινε τα μάτια παίρνοντας βαθιές ανάσες σαν να ήθελε να γεμίσει τα πνευμόνια της με καθαρό αέρα.
-Μμμμμμμ… Πάρα πολύ… της απάντησε η Άμυ έχοντας τα μάτια της ανοικτά και καρφωμένα στο απέραντο γαλάζιο.
Και αφού έμειναν για λίγο σιωπηλές, γύρισε το πρόσωπό της προς την Μελίνα λέγοντας της:
-Ξέρεις… Και εσύ μου έλειψες! Είσαι καλά; Είναι όλα εντάξει; Έχεις ανάγκη από κάτι;
Η αδελφή της χαμογελώντας ελαφρά παραμέρισε μια μικρή τούφα από τα μαλλιά της που το αεράκι είχε τοποθετήσει τόσο άβολα εκεί και με απαλή φωνή τής απάντησε:
-Είναι όλα μια χαρά! Αλήθεια! Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς. Εξάλλου τα λέμε κάθε μέρα και στο τηλέφωνο!
-Δεν είναι το ίδιο και το ξέρεις…. Και εσύ με αυτή την μανία που είχες πάντα με αυτά τα βιβλία σου ήρθε να σπουδάσεις φιλόλογος, δεν ήθελες να έρθεις μαζί μου, να σε έχω κοντά μου.
-Άμυ τα έχουμε ξαναπεί αυτά, αυτό μου άρεσε πάντα και το ξέρεις! Τι να σπούδαζα κοινωνιολογία όπως εσύ; Και καλά εγώ να το έκανα ΑΝ μου άρεσε, εσύ πώς το αποφάσισες; Ειδικά εσύ! Που ξέρουμε καλά και οι δυο μας ότι δεν ήσουν και η πιο δημοφιλής κοπέλα στο σχολείο! Ποιο σχολείο δηλαδή, σε όλη την διάρκεια της ζωής σου…
Ακούγοντας αυτά τα λόγια η Άμυ ξέσπασε σε γέλια με έναν μοναδικό τρόπο που μόνο εκείνη μπορούσε. Ήταν λες και πραγματικά εκείνη την ώρα μεταμορφωνόταν σε κάτι εντελώς διαφορετικό από τον χαρακτήρα της. Έλαμπε ολόκληρη! Και αυτό την έκανε απίστευτα όμορφη. Όταν κάποιος την έβλεπε, ήταν τόσο διαφορετική που δεν πήγαινε ο νους του ότι αυτή η κοπέλα, αν την πείραζες, θα σου έβγαζε τόση κακία που θα σε έκανε να ξεχάσεις στο λεπτό την προηγούμενη εικόνα της.
-Άσε με εμένα… Ας πούμε ότι μου αρέσει να παρατηρώ τις συμπεριφορές των ανθρώπων, να κατανοώ το γιατί κάνουν το κάθε τι που κάνουν. Και να σου εξηγούσα δε θα καταλάβαινες, όπως και εγώ σε αυτό το κομμάτι δεν μπορώ να σε καταλάβω. Τέλος πάντων, συγνώμη που το ανέφερα, σημασία έχει που είσαι καλά!
Και τελειώνοντας με αυτή την φράση πήρε ένα μικρό βοτσαλάκι από κάτω και το πέταξε με δύναμη στην θάλασσα κάνοντας να ακουστεί ένας μικρός παφλασμός.
-Παίζει τίποτα με κανένα αγόρι, την ρώτησε ξανά.
-Μπα τίποτα, έχουμε χρόνο για τέτοια; Εδώ εμείς ζούμε στην ίδια πόλη και μόνο μια φορά καταφέραμε να συναντηθούμε. Θέλω τα λεφτά τού μπαμπά να πιάσουν τόπο, να περάσω με τον καλύτερο δυνατό βαθμό. Αν είναι κάτι να έρθει, καλώς να έρθει, εγώ όμως δεν επιδιώκω και δεν ψάχνομαι για τίποτα. Εσύ;
Η Μελίνα ανταπέδωσε την ερώτηση.
-Ε… όλο και κάτι παίζει, ξέρεις τώρα μωρέ… όχι τίποτα το ιδιαίτερο…
Της απάντησε μασώντας λίγο τα λόγια της.
-Ααααααα βρωμερή τσουλίτσα, της απάντησε πειράζοντας, αλλά και σκουντώντας την ελαφρά. Και συνέχισε:
-Και για πες!!! Καλός; Καλός; Που τον γνώρισες;
Η Άμυ χαμογελώντας πονηρά και κοιτώντας πάντα προς την θάλασσα, της απάντησε:
-Θα στα πω όλα λεπτομερώς το βράδυ! Είναι πάρα πολλά, τι να σου πρωτοπώ; Τώρα πρέπει να ξεκινήσουμε για το σπίτι να ετοιμαστούμε, σε λίγο θα έρθει ο μπαμπάς!
Και λέγοντας αυτά σηκώθηκε όρθια τινάζοντας ελαφρά το φόρεμα της.
-Έστω το όνομα του! Μόνο αυτό, της είπε σχεδόν με ικετευτικό τόνο καθώς σηκώνονταν και εκείνη όρθια.
-Φώτη…
-Μμμμμ… Μου αρέσει! Η Άμυ και ο Φώτης! Είσαι τυχερή που δε θέλω να αργήσουμε και στην χαρίζω για τώρα, αλλά το βράδυ θα μου τα πεις όλα!! Εντάξει;
Και αφού συμφώνησε η αδελφή της ξεκίνησαν για το σπίτι. Σε όλη την διαδρομή η μία πείραζε την άλλη γελώντας δυνατά αδιαφορώντας για τον κόσμο που τις κοιτούσε περίεργα καθώς περνούσαν από μπροστά του.
-Μαμά γυρίσαμε, φώναξαν και οι δυο τους αμέσως μόλις έφτασαν, κλείνοντας πίσω τους την βαριά ξύλινη πόρτα, περιμένοντας την στο μικρό χωλ της εισόδου.
-Καλώς τες, άκουσαν την φωνή τής μαμάς τους καθώς ερχόταν προς το μέρος τους μέσα από το σαλόνι.
-Πως περάσατε;
-Πολύ ωραία ήταν. Θυμηθήκαμε τα παλιά. Πολύ κόσμο έχει το νησί μας φέτος ε; Και πολλές άγνωστες φάτσες! Τι έγινε, που πήγαν όλοι αυτοί που ξέραμε, ρώτησε η Μελίνα.
-Αααχ κοριτσάκι μου γλυκό λείπετε λίγους μήνες μόνο και όμως, έχουν αλλάξει τόσα πολλά. Κόσμο έχουμε, δεν έχουμε παράπονο! Αλλά είναι όλοι σχεδόν τουρίστες, άγνωστοι σε εμάς. Οι περισσότεροι έχουν φύγει, έχουν κατέβει στην Αθήνα και άλλοι έχουν νοικιάσει τα σπίτια τους σε Αθηναίους για να βγάλουν χρήματα. Οι φίλες σας πέρασαν και αυτές σε διάφορα πανεπιστήμια και χάθηκαν, λες και έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους. Συναντώ τους γονείς τους στην πόλη και τα λέμε. Τους τρώει το μαράζι. Για αυτό, σας λέω, ευχαριστώ τον θεό για ό,τι μου έχει δώσει!
-Ε μάνα μην ξαναρχίζεις πάλι τα ίδια! Αλήθεια εσύ έκανες καμιά αλλαγή στο σπίτι; ρώτησε η Άμυ, μα πριν προλάβει να απαντήσει η μητέρα τους πήγαν προς το σαλόνι να ρίξουν μια ματιά.
Το σπίτι τους ήταν αρκετά μεγάλο με τεράστιους χώρους σε όλα τα σημεία του. Το κύριο χρώμα που επικρατούσε ήταν το λευκό, με σκούρο καφέ ξύλινο πάτωμα στους κύριους χώρους τού σπιτιού όπως το σαλόνι και τα υπνοδωμάτια. Όλο το υπόλοιπο πάτωμα αποτελούταν από σκουρόχρωμα πλακάκια από γρανίτη που έδεναν ομοιόμορφα με το εξίσου ακριβό ξύλο.
Στο σαλόνι υπήρχε ένας τεράστιος δερμάτινος καναπές που δέσποζε καταλαμβάνοντας έναν αρκετά μεγάλο χώρο, μιας και κάλυπτε από την μέση τού χώρου όλη την ευθεία και συνέχιζε σχηματίζοντας ορθή γωνία προς τα αριστερά. Μπροστά του υπήρχε ένα μικρό κρυστάλλινο τραπέζι σε σχήμα τριγώνου όπου το συγκρατούσαν τρία ασημένια χοντρά πόδια. Μια μονή δερμάτινη πολυθρόνα ήταν τοποθετημένη στα δεξιά τού καναπέ, ενώ στον τοίχο μπροστά από όλα αυτά, υπήρχε ένα πανέμορφο τζάκι με σκαλιστές πέτρες γύρω από αυτό. Πάνω από το τζάκι υπήρχαν δύο ασημένιες κορνίζες που απεικόνιζαν τα κορίτσια σε παιδική ηλικία. Όλο το υπόλοιπο σαλόνι αποτελούταν από ένα βαρύ μεγάλο στρογγυλό ξύλινο τραπέζι γεμάτο φωτογραφίες όλης τής οικογένειας και στον τοίχο πίσω από αυτό υπήρχε ένα σύνθετο φτιαγμένο από κερασιά όπου μέσα του είχε στολισμένα διάφορα πορσελάνινα πιάτα και σερβίτσια, ενώ τα τεράστια μακρόστενα παράθυρα του σαλονιού απεικόνιζαν σαν κορνίζες μία από τις ωραιότερες θέες του νησιού.
Τον χειμώνα η μητέρα τους άπλωνε στο πάτωμα μια τεράστια ολόλευκη παχιά φλοκάτη που κράταγε ζεστό τον χώρο. Τα κορίτσια θυμόντουσαν πόσες υπέροχες στιγμές πέρναγαν ξαπλωμένες επάνω της παίζοντας αμέριμνες με τις κούκλες τους. Αλλά το καλύτερο τους ήταν όταν ο πατέρας τους άναβε το τζάκι και ξάπλωναν όλοι μαζί στο πάτωμα ακούγοντας τον να τους λέει παραμύθια. Σαν χτες θυμούνται πώς καθρεφτίζονταν η φωτιά στα τεράστια γυαλιά που φορούσε. Ένιωθαν τόσο μαγεμένες κάθε φορά που τον έβλεπαν έτσι, γιατί τότε νόμιζαν πως τα μάτια του φλέγονταν πραγματικά. Και εκστασιασμένες τον άκουγαν να τους αφηγείται ιστορίες για ιππότες και δράκους, για χαμένες νεράιδες και ξωτικά που έψαχναν να βρουν την αιώνια αγάπη. Και σχεδόν πάντα αποκοιμόντουσαν έχοντας ως τελευταία εικόνα στον μικρό τους μυαλουδάκι, την γλυκιά του φωνή και την φωτιά στα μάτια.
Αφού γέμισαν το μυαλό τους με όλες τις παιδικές αναμνήσεις που είχαν από τον χώρο αυτό, ξεκίνησαν για το δωμάτιό τους. Δεν ήθελαν να έρθει ο πατέρας τους και να μην τις βρει έτοιμες.
-Που είναι οι αγάπες μου;
Τα κορίτσια άκουσαν από το βάθος τού σπιτιού την χαρακτηριστική βαριά φωνή τού πατέρα τους την ώρα που ήταν μέσα στο δωμάτιο τους και ετοιμαζόντουσαν, μόνο που αυτή την φορά την άκουγαν γεμάτη χαρά και νοσταλγία περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Κοιτάχτηκαν και οι δυο στα μάτια με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη και βγάζοντας μια μικρή κραυγή χαράς κυριολεκτικά έτρεξαν να υποδεχτούν τον πατέρα τους, που τις περίμενε στο σαλόνι.
-Μπαμπάκα! φώναξε η Μελίνα και βυθίστηκε κυριολεκτικά στην τεράστια αγκαλιά τού πατέρα της.
Ο πατέρας τους μόλις τις άκουσε να έρχονται σηκώθηκε αμέσως από τον καναπέ που καθόταν και προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκριά του πήρε μια βαθιά ανάσα και με σφιχτά τα χείλη τους χαμογέλασε αμέσως μόλις τις είδε. Μόλις τον πλησίασε και η Άμυ άπλωσε το αριστερό του χέρι αφήνοντας για λίγο την Μελίνα, αλλά συνεχίζοντας να την κρατά σφιχτά με το δεξί στοργικά φέρνοντας την και αυτήν σφιχτά στην αγκαλιά του και γεμάτος πλέον ανακούφιση ελευθέρωσε αργά την ανάσα που είχε πάρει.
-Κοριτσάκια μου γλυκά… τους αποκρίθηκε φιλώντας και τις δυο τρυφερά στο κεφάλι.
-Μόνο να ξέρατε πόσο μου λείψατε… συνέχισε.
-Και εσύ μπαμπά μας έλειψες... Και εσύ, απάντησε η Μελίνα ενώ η Άμυ αμίλητη απολάμβανε την ζεστασιά τής αγκαλιάς τού πατέρα της έχοντας τα μάτια της κλειστά. Και το μυαλό της ταξίδεψε για λίγο σε έναν περίεργο συρφετό αναμνήσεων.
Αν και από μικρή που ήταν, όλος ο περίγυρός της είχε καταλάβει το πόσο συναισθηματικά διαφορετική ήταν από την αδελφή της, ωστόσο μέσα της (αν ήθελε να ανοιχτεί σε κάποιον) θα μπορούσε εύκολα να διαπιστώσει πως η ψυχή της ήταν πιο ευαίσθητη και πιο ευάλωτη από της Μελίνας. Απλά χωρίς και η ίδια να ξέρει το γιατί, της έβγαινε το ακριβώς αντίθετο. Δεν ήταν ότι προσποιούταν, ούτε ότι ήθελε να προστατευτεί από κάτι. Απλά ήθελε να κρατάει μέσα της ό,τι ένιωθε. Δεν επιθυμούσε να το μοιραστεί με κανέναν άλλο. Μόνο με την αδελφή της που υπεραγαπούσε μοιραζόταν αρκετά πράγματα, αλλά και πάλι όχι όλα. Αν και ποτέ δεν το παραδέχονταν, ο λόγος που την οδήγησε να συμπεριφέρεται έτσι ήταν ένα γεγονός που είχε βιώσει στα παιδικά της χρόνια.
Στην τρυφερή ηλικία των δεκαπέντε ετών, τον καιρό που πήγαινε ακόμα σχολείο, της άρεσε πολύ ένας συμμαθητής της, ο οποίος τύχαινε να είναι ο γόης τής τάξης, ο αρχηγός τής ομάδας μπάσκετ και κατά συνέπεια αντικείμενο πόθου για πολλές κοπέλες σε όλα σχεδόν τα τμήματα του σχολείου. Έτσι λοιπόν ανέπτυξε κάποια συναισθήματα για εκείνον με όλη την αγνότητα που θα μπορούσε να αισθανθεί ένα παιδί δεκαπέντε ετών πάνω στην εφηβεία.
Την αδελφή της, ως δύο χρόνια μικρότερη, δεν την θεωρούσε κατάλληλη για να το μοιραστεί μαζί της. Έτσι σε μια στιγμή συναισθηματικής ανάγκης ένιωσε ότι ήθελε να το μοιραστεί με κάποιον. Έτσι λοιπόν το εκμυστηρεύτηκε σε μια συμμαθήτρια της. Όπου αυτό τελικά αποδείχτηκε μοιραίο λάθος.
Η κοπέλα που θεώρησε ότι ήταν φίλη της και την εμπιστεύτηκε λέγοντάς της το πιο αγνό μυστικό της, την πρόδωσε. Το διέδωσε σε όλο το σχολείο σχεδόν ξευτιλίζοντας την.
Πως μπορούσε να ξεχάσει εκείνο το πρωινό που πήγε στο σχολείο της χαρούμενη και ευδιάθετη, παρ’ όλο που δεν είχε κοιμηθεί καλά το βράδυ, αφού σκεφτόταν, όπως πίστευε τότε, τον έρωτα τής ζωής της. Περπατούσε χαλαρά στον διάδρομο με την σκούρα μπλε τζιν φούστα της, τα δετά πάνινα μποτάκια της και την αγαπημένη της παιδική μαύρη μπλούζα με τις χρυσές πούλιες που σχημάτιζαν το πρόσωπο μιας τίγρης επάνω της, που ένιωθε όμως να την πνίγει υπό το βάρος τής τσάντας που είχε στους ώμους.
Ξαφνικά ένιωσε περίεργα βλέμματα επάνω της κυριολεκτικά να την καρφώνουν, ακαταλαβίστικοι ψίθυροι να έρχονται στα αυτιά της σχεδόν από παντού, ενώ ειρωνικά γελάκια άρχισαν να την κάνουν να νιώθει πάρα πολύ άβολα. Τους κοιτούσε όλους με απορημένο βλέμμα. Έκοψε την ταχύτητα τού περπατήματός της καθώς επεξεργάζονταν με τα μάτια της το κλίμα που επικρατούσε, προσπαθώντας να κατανοήσει τι διάολο συμβαίνει. Ξαφνικά πετάχτηκε μπροστά της μια κοπέλα λίγο ψηλότερη από αυτήν κλείνοντάς της τον δρόμο και με αγριεμένο ύφος σήκωσε το χέρι της σταματώντας την.
-Αυτό που έχεις στον νου σου να το βγάλεις κοπελιά… Κατάλαβες;
Η άγνωστη κοπέλα τής αποκρίθηκε ειρωνικά και γεμάτη κακία και συγχρόνως την έσπρωξε βίαια προς τα πίσω, ενώ στο τέλος τής φράσης της σούφρωσε τα χείλη τρεμοπαίζοντάς τα ελαφρά, δίνοντας την εντύπωση ότι δεν δεχόταν αντιρρήσεις.
-Τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνω τι λες… της απάντησε σαστισμένη η Αμαρυλλίς.
-Και όμως ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ! Και θα σου δώσω μια φιλική συμβουλή…. Ξέχασέ τον γιατί δεν σε παίρνει… Συνεννοηθήκαμε; της είπε σκύβοντας ελαφρά προς το μέρος της.
Τότε η Αμαρυλλίς άρχισε να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει. Και καθώς άρχισε να νιώθει έναν κρύο ιδρώτα να την κατακλύζει, σχεδόν ανεξέλεγκτα το μυαλό της μπήκε στην διαδικασία να μεταφράζει τους ψιθύρους γύρω της σε ό,τι αυτό ήθελε. Το πρώτο συναίσθημα που ένιωσε ήταν αφόρητη ντροπή και ταπείνωση. Κατάλαβε ότι όλο το σχολείο ήξερε για τον έρωτά της. Για αυτό την κοιτούσαν όλοι περίεργα, γιατί γνώριζαν το ένα και μοναδικό μυστικό της. Και μάλιστα πολύ πιθανόν να ήταν όλοι μαζί συνεννοημένοι για αυτόν τον εξευτελισμό. Έριξε μια κλεφτή ματιά γύρω της και αντικρίζοντας τόσα πρόσωπα με τα βλέμματα τους καρφωμένα πάνω της να την κοιτούν χαζογελώντας και δείχνοντας την λες και έκανε κάποιο έγκλημα θέλησε να τρέξει μακριά, αλλά δε το έκανε. Έμεινε κυριολεκτικά καρφωμένη στο πάτωμα σχεδόν χωρίς ανάσα και το μόνο που έδειχνε ότι είχε ζωή μέσα της ακόμα, ήταν ένα ελαφρύ τρέμουλο που κάποιες στιγμές μετατρέπονταν σε σπασμό. Στιγμές απειροελάχιστου χρόνου, που όμως τις ένιωθε μέσα της βασανιστικά ατελείωτες. Συγκράτησε το κλάμα που ένιωσε να της γαργαλάει τα μάτια πνίγοντας κάθε συναίσθημα μέσα της. Είδε την “φίλη” της να την κοιτάει με ένα χαμόγελο στα χείλη γεμάτο ικανοποίηση. Ένιωσε τόσο μπερδεμένη, τόσο προδομένη και φυσικά βίωσε την απόλυτη ξεφτίλα στο ίδιο της το σχολείο. Με τους συμμαθητές της να την κοιτούν και να την παρατηρούν με ένα ύφος λες και κατέβηκε από το φεγγάρι.
Και τότε μπήκε μέσα της για πρώτη φορά η οργή. Ένιωσε μια γλυκιά ζεστασιά να την τυλίγει, σχεδόν κατακλίστηκε από μια φλόγα που έκανε στάχτη τον ψυχικό πόνο που ένιωθε και σαν να ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα σχεδόν την άκουγε να της λέει:
Εγώ είμαι εδώ, μη σε νοιάζει τίποτα….”
Και αποδεχόμενη εκείνη την ώρα τον νέο της “φίλο” τον αγκάλιασε αφήνοντάς του όλο τον έλεγχο του εαυτού της, παραδομένη άνευ όρων, ψυχή και σώματι, σε ένα συναίσθημα που δεν ήξερε ότι είχε μέχρι εκείνη την στιγμή, αλλά προσφέροντάς της ουσιαστικά την προστασία που εκείνη την ώρα είχε τόσο πολύ ανάγκη. Αγνοώντας όμως ότι αυτό θα την ακολουθούσε για πάντα…
Έκλεισε τα μάτια της για να μην βλέπει κανέναν τους, βυθίστηκε σε έναν κόσμο πόνου και οργής. Πλέον και οι φωνές ακόμα δεν ακουγόντουσαν. Μα εκείνη τις ένιωθε μέσα της, τής τράνταζαν την ψυχή με τα “γέλια” τους και αυτό δεν το άντεχε. Και σε μια στιγμή συναισθηματικής φόρτισης, σε μια μόνο στιγμή που η φλόγα την κυριάρχησε, άνοιξε τα μάτια της απότομα και ουρλιάζοντας με όση δύναμη είχε μέσα στο σώμα της σήκωσε το κεφάλι ψηλά και φώναξε στον αέρα:
-ΠΑΨΤΕ.
Και αμέσως μετά κατεβάζοντάς το γρήγορα και απότομα σήκωσε το χέρι της σε μορφή γροθιάς χτυπώντας με μίσος στο πρόσωπο την κοπέλα που στεκόταν ακόμα απέναντί της η οποία ακόμα την κοιτούσε με ένα ύφος χλευασμού και υπεροψίας, ανοίγοντάς της την μύτη. Σηκώνοντας μόνο το βλέμμα της προς όλους που την κοιτούσαν άφωνοι και παίρνοντας αργές, αλλά συγχρόνως και βαθιές ανάσες τούς ψιθύρισε:
-Ποτέ ξανά…
Εκείνη την μέρα δεν μίλησε σε κανέναν. Ακόμα και όταν οι γονείς της την ρώταγαν γιατί χτύπησε την κοπέλα και αποβλήθηκε δεν τους απαντούσε. Ο πατέρας της μόνο το βράδυ εκείνο πήγε στο δωμάτιό της χτυπώντας της την πόρτα και αν και δεν πήρε απάντηση μπήκε μέσα βλέποντάς την ξαπλωμένη στο κρεβάτι στα πλάγια με γυρισμένη την πλάτη προς την πόρτα έχοντας ένα μαξιλάρι αγκαλιά. Έκλεισε την πόρτα απαλά πίσω του πλησιάζοντας αργά το κρεβάτι και έκατσε δίπλα της σε μια γωνιά στην άκρη τού κρεβατιού, πιάνοντάς της το χέρι. Η Έμιλι ήταν ακόμα στην κουζίνα και έτρωγε.
-Δεν είναι ανάγκη να μου απαντήσεις γλυκιά μου, ούτε θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Το μόνο που θέλω μονάχα από εσένα είναι να με ακούσεις. Ξέρεις όταν ήμουν στην ηλικία σου είχα και εγώ τα δικά μου προβλήματα, βέβαια άλλες εποχές τότε, άλλα μυαλά, άλλοι άνθρωποι. Δεν ήμουν και πολύ δημοφιλής στην τάξη γιατί όλοι με κορόιδευαν για τα περιττά κιλά μου. Οι γονείς μου, τυπικοί γονείς και απόμακροι, μόνο στον πληθυντικό δεν μιλούσαμε μεταξύ μας. Με αγαπούσαν πάρα πολύ όμως, δεν μου έλειψε ποτέ τίποτα! Αλλά να ξέρεις… Είχα ανάγκη και την φιλία τους… Ήθελα κάποιον να μιλήσω και να με καταλάβει, να του πω τα προβλήματα μου και να με νιώσει. Να κλάψω στην αγκαλιά του διάολε! Αλλά βλέπεις, αγράμματοι άνθρωποι ήταν, μοναχοπαίδι με είχαν, για να πεις ότι είχαν εξασκηθεί και σε άλλα παιδιά. Καθόμουν στο παράθυρο του δωματίου μου και έβλεπα τα κάστρα απέναντι και τα γέμιζα με τα δικά μου φαντάσματα. Τους μιλούσα για ώρες. Ένιωθα ότι με καταλάβαιναν! Ότι μου απαντούσαν! Εν πάση περιπτώσει, μη σε κουράζω αγάπη μου με τα δικά μου, απλά ήθελα να σου πω ότι εσύ δεν θέλω να έχεις φαντάσματα… Θέλω να ξέρεις ότι σε αγαπώ όσο τίποτε άλλο στον κόσμο αυτό και θα δώσω και την ζωή μου για εσένα αν χρειαστεί. Θα είμαι για εσένα πάντα εδώ όποτε και αν με χρειαστείς όπου και να είσαι ό,τι ώρα και να είναι, σε αυτή ή και σε άλλη ζωή. Αυτό ήθελα να σου πω…
Και καθώς σηκώθηκε από το κρεβάτι για να φύγει, όπως πλησίαζε την πόρτα πριν την ανοίξει ξανά για να βγει έξω τής είπε:
-Δεν με νοιάζει το γιατί το έκανες… Είμαι περήφανος για εσένα όπως και να έχει. Για να το κάνεις θα είχες δίκιο…
Και τελειώνοντας αυτό άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε το ίδιο απαλά όπως μπήκε.
Η Άμυ ξεσπώντας σε κλάματα χωρίς καν να κουνηθεί από την θέση της και καθώς έσφιγγε το μαξιλάρι με δύναμη ψιθύρισε:
-Και εγώ σε αγαπάω πατερούλη…
Ήταν η πρώτη φορά που είπε “πατερούλη” και δεν την άκουσε κανείς…


* * *



No comments:

Post a Comment